- λεντίῳ
- полотенцем
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
λεντίῳ — λέντιον linteum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)